Greek Meaning of secondary school
Γυμνάσιο
Other Greek words related to Γυμνάσιο
- δημόσιο σχολείο
- δημοτικό σχολείο
- Γραμματική σχολή
- Λύκειο
- Γυμνάσιο
- Νηπιαγωγείο
- Γυμνάσιο
- Δημοτικό σχολείο
- Δημόσιο σχολείο
- γυμνάσιο
- Επαγγελματική σχολή
- Ακαδημαϊκοί κύκλοι
- ακαδημία
- εσώκλειστη σχολή
- Δημοτικό σχολείο
- Σχολείο μαγνήτης
- Προπαρασκευαστικό σχολείο
- προπαρασκευαστικό σχολείο
- σχολείο
- σχολείο της Κυριακής
- Σχολή εκπαίδευσης
- μεντρεσές
- μίνι σχολείο
- προετοιμασία
- Σεμινάριο
- Yeshivah .
Nearest Words of secondary school
- secondary modern school => Γυμνάσιο
- secondary hypertension => Δευτεροπαθής υπέρταση
- secondary emission => δευτερογενής εκπομπή
- secondary education => Δευτεροβάθμια εκπαίδευση
- secondary dysmenorrhea => Δευτεροπαθής δυσμηνόρροια
- secondary diagonal => Δευτερεύουσα διαγώνιος
- secondary dentition => Δόντια γάλακτος
- secondary coil => Δευτερεύον πηνίο
- secondary censorship => δευτερογενής λογοκρισία
- secondary cell => Δευτερεύον κύτταρο
- secondary storage => Δευτερεύουσα αποθήκευση
- secondary syphilis => Δευτερογενής σύφιλη
- secondary winding => Δευτερεύουσα περιέλιξη
- second-best => Δεύτερο καλύτερο
- second-class => δεύτερης τάξης
- second-degree burn => Εγκαύματα δευτέρου βαθμού
- seconded => δευτερολόγησε
- seconder => δευτερολόγος
- second-guess => δεύτερη εικασία
- secondhand => μεταχειρισμένο
Definitions and Meaning of secondary school in English
secondary school (n)
a school for students intermediate between elementary school and college; usually grades 9 to 12
FAQs About the word secondary school
Γυμνάσιο
a school for students intermediate between elementary school and college; usually grades 9 to 12
δημόσιο σχολείο,δημοτικό σχολείο,Γραμματική σχολή,Λύκειο,Γυμνάσιο,Νηπιαγωγείο,Γυμνάσιο,Δημοτικό σχολείο,Δημόσιο σχολείο,γυμνάσιο
No antonyms found.
secondary modern school => Γυμνάσιο, secondary hypertension => Δευτεροπαθής υπέρταση, secondary emission => δευτερογενής εκπομπή, secondary education => Δευτεροβάθμια εκπαίδευση, secondary dysmenorrhea => Δευτεροπαθής δυσμηνόρροια,