Greek Meaning of kindergarten
Νηπιαγωγείο
Other Greek words related to Νηπιαγωγείο
- δημόσιο σχολείο
- δημοτικό σχολείο
- Γραμματική σχολή
- Λύκειο
- Γυμνάσιο
- Γυμνάσιο
- Δημοτικό σχολείο
- Δημόσιο σχολείο
- σχολείο
- Γυμνάσιο
- γυμνάσιο
- Επαγγελματική σχολή
- Ακαδημαϊκοί κύκλοι
- ακαδημία
- προετοιμασία
- Προπαρασκευαστικό σχολείο
- προπαρασκευαστικό σχολείο
- Σεμινάριο
- Σχολή εκπαίδευσης
- εσώκλειστη σχολή
- Δημοτικό σχολείο
- μεντρεσές
- madrasa
- Μεντρεσές
- Σχολείο μαγνήτης
- μίνι σχολείο
- σχολείο της Κυριακής
- ιεσίβα
- Yeshivah .
Nearest Words of kindergarten
Definitions and Meaning of kindergarten in English
kindergarten (n)
a preschool for children age 4 to 6 to prepare them for primary school
kindergarten (n.)
A school for young children, conducted on the theory that education should be begun by gratifying and cultivating the normal aptitude for exercise, play, observation, imitation, and construction; -- a name given by Friedrich Froebel, a German educator, who introduced this method of training, in rooms opening on a garden.
FAQs About the word kindergarten
Νηπιαγωγείο
a preschool for children age 4 to 6 to prepare them for primary schoolA school for young children, conducted on the theory that education should be begun by gra
δημόσιο σχολείο,δημοτικό σχολείο,Γραμματική σχολή,Λύκειο,Γυμνάσιο,Γυμνάσιο,Δημοτικό σχολείο,Δημόσιο σχολείο,σχολείο,Γυμνάσιο
No antonyms found.
kinda => κάπως, kind of => είδους, kind => ευγενικός, kincob => Κινκόμπ, kinchinjunga => Κανγκτσενγιούνγκα,