Greek Meaning of kindheartedness

καλοσύνη

Other Greek words related to καλοσύνη

Definitions and Meaning of kindheartedness in English

Wordnet

kindheartedness (n)

sympathy arising from a kind heart

FAQs About the word kindheartedness

καλοσύνη

sympathy arising from a kind heart

καλοσύνη,τρυφερότητα,προσοχή,ευεργεσία,ευσπλαγχνία,καλοήθης,Καλοσύνη,φιλικότητα,γενναιοδωρία,ανθρωπισμός

Βαρβαρότητα,Ωμότητα,Αδιαφορία,Ωμότητα,σκληρότητα,απανθρωπιά,ανελέητος,αδυσώπητος,Αγριότητα,αγριότητα

kind-hearted => καλόκαρδος, kindhearted => καλόκαρδος, kindergartner => Νηπιαγωγείο, kindergartener => Παιδί νηπιαγωγείου, kindergarten => Νηπιαγωγείο,