Greek Meaning of beneficence
ευεργεσία
Other Greek words related to ευεργεσία
- Βαρβαρότητα
- Ωμότητα
- Αδιαφορία
- Ωμότητα
- σκληρότητα
- απανθρωπιά
- ανελέητος
- αδυσώπητος
- Αγριότητα
- αγριότητα
- απρεπεια
- βαρβαρότητα
- βαρβαρότητα
- σκοτεινότητα
- σκληρότητα
- απροσεξία
- Αναλγησία
- κακεντρέχεια
- κακία
- ανηλεής
- βαρύτητα
- αυστηρότητα
- απερισκεψία
- αντοχή
- Αναίσθητος
- αχαριστία
- Ψυχραιμία
- Σκληροκαρδία
- κακία
- κακία
- λοιμογόνος
- βιτριόλι
Nearest Words of beneficence
Definitions and Meaning of beneficence in English
beneficence (n)
doing good; feeling beneficent
the quality of being kind or helpful or generous
beneficence (n.)
The practice of doing good; active goodness, kindness, or charity; bounty springing from purity and goodness.
FAQs About the word beneficence
ευεργεσία
doing good; feeling beneficent, the quality of being kind or helpful or generousThe practice of doing good; active goodness, kindness, or charity; bounty spring
συνεισφορά,δωρεά,ελεημοσύνη,βοήθεια,Φιλανθρωπία,φιλανθρωπία,προσφορά,φιλανθρωπία,βοήθεια,ευσπλαγχνία
Βαρβαρότητα,Ωμότητα,Αδιαφορία,Ωμότητα,σκληρότητα,απανθρωπιά,ανελέητος,αδυσώπητος,Αγριότητα,αγριότητα
beneficed => ωφελούμενος, benefice => όφελος, benefic => ευεργετικός, benefactress => Ευεργέτιδα, benefactor => ευεργέτης,