Greek Meaning of seconded
δευτερολόγησε
Other Greek words related to δευτερολόγησε
- υποκινήθηκε
- υιοθετημένος
- απολογούσε
- βοήθησε
- υποστηρίζεται
- ενέκρινε
- προωθημένο
- βοήθησε
- εγκεκριμένος
- (με) μονομερώς
- με την υποστήριξη
- στηριγμένος
- ενισχυμένο
- πρωταθλητής
- αγκαλιάστηκε
- αρραβωνιασμένος
- προώθησε
- προστατευμένος
- (στηριγμένο)
- ενισχυμένο
- ενισχυμένη
- υποστηριζόμενος
- προηγμένος
- υποστηρίζεται
- ενισχυμένο
- φυτεύεται (για)
- συνδεδεμένο
- (φουσκωμένος)
- plunked (για)
- κήρυξε
- διασωθεί
- αποθηκευμένο
Nearest Words of seconded
- second-degree burn => Εγκαύματα δευτέρου βαθμού
- second-class => δεύτερης τάξης
- second-best => Δεύτερο καλύτερο
- secondary winding => Δευτερεύουσα περιέλιξη
- secondary syphilis => Δευτερογενής σύφιλη
- secondary storage => Δευτερεύουσα αποθήκευση
- secondary school => Γυμνάσιο
- secondary modern school => Γυμνάσιο
- secondary hypertension => Δευτεροπαθής υπέρταση
- secondary emission => δευτερογενής εκπομπή
- seconder => δευτερολόγος
- second-guess => δεύτερη εικασία
- secondhand => μεταχειρισμένο
- secondhand car => Μεταχειρισμένο αυτοκίνητο
- second-hand speech => Έμμεσος λόγος
- second-hand store => Μεταχειρισμένο κατάστημα
- second-in-command => Δεύτερος
- seconding => δευτερολογία
- secondly => Δεύτερον
- secondment => απόσπαση
Definitions and Meaning of seconded in English
seconded (imp. & p. p.)
of Second
FAQs About the word seconded
δευτερολόγησε
of Second
υποκινήθηκε,υιοθετημένος,απολογούσε,βοήθησε,υποστηρίζεται,ενέκρινε,προωθημένο,βοήθησε,εγκεκριμένος,(με) μονομερώς
επενέβη,αντίθετο,μπερδεμένος,έρημος,απογοητευμένος,απέτυχε,αποτυγχάνω,απογοητευμένος,ματαιωμένος,απογοητεύω
second-degree burn => Εγκαύματα δευτέρου βαθμού, second-class => δεύτερης τάξης, second-best => Δεύτερο καλύτερο, secondary winding => Δευτερεύουσα περιέλιξη, secondary syphilis => Δευτερογενής σύφιλη,