Greek Meaning of seconded

δευτερολόγησε

Other Greek words related to δευτερολόγησε

Definitions and Meaning of seconded in English

Webster

seconded (imp. & p. p.)

of Second

FAQs About the word seconded

δευτερολόγησε

of Second

υποκινήθηκε,υιοθετημένος,απολογούσε,βοήθησε,υποστηρίζεται,ενέκρινε,προωθημένο,βοήθησε,εγκεκριμένος,(με) μονομερώς

επενέβη,αντίθετο,μπερδεμένος,έρημος,απογοητευμένος,απέτυχε,αποτυγχάνω,απογοητευμένος,ματαιωμένος,απογοητεύω

second-degree burn => Εγκαύματα δευτέρου βαθμού, second-class => δεύτερης τάξης, second-best => Δεύτερο καλύτερο, secondary winding => Δευτερεύουσα περιέλιξη, secondary syphilis => Δευτερογενής σύφιλη,