Greek Meaning of foiled

αποτυγχάνω

Other Greek words related to αποτυγχάνω

Definitions and Meaning of foiled in English

Wordnet

foiled (s)

disappointingly unsuccessful

Webster

foiled (imp. & p. p.)

of Foil

FAQs About the word foiled

αποτυγχάνω

disappointingly unsuccessfulof Foil

μπερδεμένος,απογοητευμένος,εμπόδισε,ματαιωμένος,συλληφθείς,σταμάτησε,ρυθμός,αποκλεισμένο,σκακ μάτ,ηττημένος

προηγμένος,βοήθησε,υποστηρίζεται,Καλλιεργούμενος,ενθάρρυνε,προωθημένο,ενθαρρυνόμενος ,προαγόμενος,διευκόλυνε,προώθησε

foilable => Συντομή, foil => Φύλλο, foie gras => Φουά γκρα, foible => αδυναμία, fohn => φεν,