Greek Meaning of counteracted
εξουδετερώθηκε
Other Greek words related to εξουδετερώθηκε
- διορθωμένο
- εξουδετερωμένο
- μετατόπιση
- ακυρώθηκε
- ακυρώθηκε (έξω)
- ακυρώθηκε (έξω)
- αποζημιωμένος (για)
- ισορροπημένο
- εξισορροπημένος
- κατασκευασμένο από (για)
- υπερτερούσε
- ανακουφισμένος
- Διορθωμένο
- εξιλεωθείς (για)
- άκυρος
- αρνημένο
- αρνητικό
- ευνουχισμένος
- ακύρωσε
- ανισόρροπος
- αναιρούσε
- ανατροπή
- λυτρωμένος
- διορθωμένο
Nearest Words of counteracted
- counteraccusation => αντεγκλήσεις
- countenancing => υποστηρίζοντας
- countenances => πρόσωπα
- countenanced => ανέχθηκε
- counted (up to) => μετρημένο (μέχρι)
- counted (out) => αποβλήθηκε
- counted (on or upon) => λογίζεται (σε ή επί)
- counted => μετρημένο
- count (up to) => μετρώ (μέχρι)
- count (out) => μετράω (έξω)
- counteracting => αντιρρόπηση
- counteraggression => αντιεπιθετικότητα
- counterassault => αντε επίθεση
- counterattacker => Αντεπιτιθέμενος
- counterbalancing => αντισταθμίζω
- counterblockade => αντεμποδισμός
- counterblows => αντεπιθέσεις
- counter-blows => αντεπιθέσεις
- counterclaims => αντέγγραφο
- counterconspiracies => αντισυνωμοσίες
Definitions and Meaning of counteracted in English
counteracted
to make ineffective or restrain or neutralize the usually ill effects of by means of an opposite force, action, or influence, to make ineffective or restrain or neutralize the usually ill effects of by an opposite force, to lessen the force, action, or influence of
FAQs About the word counteracted
εξουδετερώθηκε
to make ineffective or restrain or neutralize the usually ill effects of by means of an opposite force, action, or influence, to make ineffective or restrain or
διορθωμένο,εξουδετερωμένο,μετατόπιση,ακυρώθηκε,ακυρώθηκε (έξω),ακυρώθηκε (έξω),αποζημιωμένος (για),ισορροπημένο,εξισορροπημένος,κατασκευασμένο από (για)
No antonyms found.
counteraccusation => αντεγκλήσεις, countenancing => υποστηρίζοντας, countenances => πρόσωπα, countenanced => ανέχθηκε, counted (up to) => μετρημένο (μέχρι),