Greek Meaning of invalidated

άκυρος

Other Greek words related to άκυρος

Definitions and Meaning of invalidated in English

Wordnet

invalidated (s)

deprived of legal force

Webster

invalidated (imp. & p. p.)

of Invalidate

FAQs About the word invalidated

άκυρος

deprived of legal forceof Invalidate

ασαφής,εσφαλμένος,γενικός,ακαθόριστος,Αόριστος,απροσδιόριστος,ασαφής,ασαφές,επιβεβαιωμένος,Απροσδιόριστος

βέβαιος,σαφής,σαφής,Καταληκτικός,αποφασιστικός,Ορίζοντες,ορισμένος,ορισμένος,οριστικός,αναμφισβήτητος

invalidate => ακυρώνω, invalid => άκυρος, invaletudinary => νοσηρός, invalescence => ανάρρωση, invading => εισβάλλοντας,