Greek Meaning of ballpark
στάδιο
Other Greek words related to στάδιο
- κατά προσέγγιση
- προσέγγιση
- ανακριβής
- εσφαλμένος
- ελαττωματικό
- γενικός
- ανακριβής
- εσφαλμένος
- Ανεπαρκής
- αμφιλεγόμενος
- Διαστρεβλωμένο
- αμφίβολος
- αμφίβολος
- πλανερός
- ελαττωματικός
- ακαθόριστος
- Αόριστος
- απροσδιόριστος
- ασαφής
- χαλαρός
- Παραπλανητικό
- εσφαλμένος
- χυλώδης
- απενεργοποιημένος
- αμφισβητήσιμος
- φαινομενικός
- μαλακό
- αβέβαιος
- επιβεβαιωμένος
- Απροσδιόριστος
- ακαθόριστος
- ανήσυχος
- αβάσιμος
- μη υποστηριζόμενο
- ασαφής
- λάθος
- ΨΕΥΔΕΣ
- ακριβής
- βέβαιος
- Σωστό
- νεκρός
- ακριβώς
- ακριβές
- θετικός
- ακριβής
- δεξιά
- ήχος
- σίγουρα
- έγκυρος
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- απόλυτος
- σαφής
- αποφασιστικός
- Ορίζοντες
- ορισμένος
- ορισμένος
- Χωρίς σφάλματα
- πραγματικός
- αναμφισβήτητος
- αναμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- Αδιαμφισβήτητος
- αναμφισβήτητο
- ειλικρινής
- Υψηλής ακρίβειας
- επιβεβαιωμένο
- αποφασισμένος
- καθιερωμένος
- αδιαμφισβήτητο
- υποστηριζόμενος
- ανειδίκευτος
- επικυρωμένος
- τεκμηριωμένος
Nearest Words of ballpark
- ball-peen hammer => Σφαιρικό σφυρί
- ballpen => Στυλό διαρκείας
- ballplayer => Μπέιζμπολίστας
- ballpoint => στυλό
- ballpoint pen => Στυλό διαρκείας
- ballproof => αλεξίσφαιρος
- ballroom => Αίθουσα χορού
- ballroom dance => Χορός αίθουσας χορού
- ballroom dancing => Κοινωνικοί χοροί
- ballroom music => Μουσική χορού
Definitions and Meaning of ballpark in English
ballpark (n)
a facility in which ball games are played (especially baseball games)
near to the scope or range of something
FAQs About the word ballpark
στάδιο
a facility in which ball games are played (especially baseball games), near to the scope or range of something
κατά προσέγγιση,προσέγγιση,ανακριβής,εσφαλμένος,ελαττωματικό,γενικός,ανακριβής,εσφαλμένος,Ανεπαρκής,αμφιλεγόμενος
ακριβής,βέβαιος,Σωστό,νεκρός,ακριβώς,ακριβές,θετικός,ακριβής,δεξιά,ήχος
ballow => Μπαλάντα, ballottement => ψηφοφορία, balloting => ψηφοφορία, ballotin => ψηφοδέλτιο, balloter => μυστική ψηφοφορία,