Greek Meaning of invaded

εισέβαλε

Other Greek words related to εισέβαλε

Definitions and Meaning of invaded in English

Webster

invaded (imp. & p. p.)

of Invade

FAQs About the word invaded

εισέβαλε

of Invade

επιτέθηκε,κυρίαρχος,κατειλημμένος,επιδρομή,κατεστραμμένο,κατακτημένος,επιτεθεί,παραβίασε,υπερνικώ,κατακλύζω

υπερασπίστηκε,Φρουρούμενος,αντίθετο,προστατευμένο,προστατευμένος,προστατευμένο,αψήφησε,απωθήθηκε,αντιστάθηκε,φρουρούμενος

inutterable => ανέκφραστος, inutility => αχρηστία, inutile => άχρηστος, inustion => εγκαύμα, inust => πρέπει,