FAQs About the word plundered

λεηλατημένος

wrongfully emptied or stripped of anything of valueof Plunder

λεηλατήθηκε,λεηλατημένος,λεηλατημένος,επιδρομή,λεηλατημένο,απολύθηκε,χτενισμένο,λεηλάτησε,κλέβω (από),Εισέβαλε

No antonyms found.

plunderage => λεηλασία, plunder => λεηλασία, plum-yew family => Οικογένεια δαμάσκηνων-τάξων, plum-yew => Κεράσι της Ιαπωνίας, plumy => φτερωτός,