Greek Meaning of stole (from)
κλέβω (από)
Other Greek words related to κλέβω (από)
- ληστεία
- διαρρήχθηκε
- Καταρρίφθηκε
- χτύπησε
- Ξεγελάστηκα
- Απογειώθηκε
- Εισέβαλε
- διαρρήξα
- Απατημένος
- σκαλισμένο
- σμιλεμένος
- εξαπατημένος
- λεηλατήθηκε
- εκμεταλλευμένος
- κρατημένος
- έσπευσε
- λεηλατημένος
- λεηλατημένος
- μαδημένο
- λεηλατημένος
- λεηλατημένο
- αρπαγμένος
- αυλακωμένο
- απολύθηκε
- αδικημένος
- κακομαθημένος
- κακομαθημένος
- συμπιεσμένο
- γυμνός
- κολλημένος
- Φιγουρατζής
- τσιμπημένος
- εξαπατήθηκε
Nearest Words of stole (from)
Definitions and Meaning of stole (from) in English
stole (from)
No definition found for this word.
FAQs About the word stole (from)
κλέβω (από)
ληστεία,διαρρήχθηκε,Καταρρίφθηκε,χτύπησε,Ξεγελάστηκα,Απογειώθηκε,Εισέβαλε,διαρρήξα,Απατημένος,σκαλισμένο
No antonyms found.
stoking => πυροδότηση, stoked => ενθουσιασμένος, stockrooms => αποθήκες, stockpots => σκεύη κουζίνας, stockpiles => αποθέματα,