FAQs About the word stockpots

σκεύη κουζίνας

a pot in which soup stock is prepared, an abundant supply

Αργώ,οπλοστάσια,Κέρας της Αμάλθειας,χρυσωρυχεία,νάρκες,αποθήκες,αποθήκες,καταστήματα,θησαυροφυλάκια,Θησαυρός

βόθρος

stockpiles => αποθέματα, stockpiled => Αποθηκευμένο, stockmen => κτηνοτρόφοι, stockings => καλσόν, stockades => πασσάλους,