FAQs About the word honeypots

honeypots

a substantial source of money, one that is attractive or desirable

οπλοστάσια,μποναζάδες,κρυφή μνήμη,gravy-τρένα,Ορδές,αποθήκες,κρυψώνω,χρυσωρυχεία,νάρκες,αποθήκες

βόθρος

honeycombing => Κηρήθρα, honesties => ειλικρίνεια, honest brokers => έντιμοι μεσίτες, honest broker => έντιμος μεσάζοντας, hones in (on) => εστιάζει (σε),