Greek Meaning of honesties
ειλικρίνεια
Other Greek words related to ειλικρίνεια
- ακεραιότητα
- Αξιοπιστία
- ειλικρίνεια
- ειλικρίνεια
- ακρίβεια
- αυθεντικότητα
- αξιοπιστία
- ειλικρίνεια
- ειλικρίνεια
- Ακεραιότητα
- αξιοπιστία
- αλήθεια
- αλήθεια
- αλήθεια
- αφέλεια
- ειλικρίνεια
- Ειλικρίνεια
- ορθότητα
- αξιοπιστία
- γνησιότητα
- καλή πίστη
- τιμή
- τιμιότητα
- αδιαφθορά
- Ευχέρεια
- αντικειμενικότητα
- ευθύτητα
- δικαιοσύνη
- ευσυνειδησία
- σχολαστικότητα
- ευθύτητα
- αξιοπιστία
- ευθύτητα
- αφέλεια
- ειλικρίνεια
- Ευθυκρισία
- αξιοπιστία
- απάτη
- δολιότητα
- εξαπάτηση
- ατιμία
- Διπλότητα
- αναλήθεια
- Ανανδρεία
- ψέμα
- ψέμα
- Ψευτιά
- τέχνασμα
- πειρασμός
- απάτη
- πονηριά
- καμπυλότητα
- πονηρός
- προσποιούμενος
- εξαπάτηση
- Διπλωματία
- απάτη
- Διασάφηση
- υπερβολή
- πλαστό
- ψευτιά
- Κρυψίνους
- δόλος
- έμμεσότητα
- δολοπλοκία
- λιπαρότητα
- απάτη
- προφάσεις
- ολισθηρότητα
- ολισθηρότητα
- πονηριά
- λειότητα
- δόλος
- Αδίστακτος
- πανουργία
- Δολοπλοκία
- ανακρίβεια
- προδοσία
- δολιότητα
- Δολιότητα
- ανακρίβεια
- απάτη
Nearest Words of honesties
Definitions and Meaning of honesties in English
honesties
adherence to the facts, a European biennial (Lunaria annua) that is often grown for its ornamental disk-shaped seedpods, any of a genus (Lunaria) of European and southwest Asian plants of the mustard family that have toothed hairy leaves, small white or violet flowers, and flat silvery seedpods that are siliques, fairness and straightforwardness of conduct, chastity, the quality or state of being honest
FAQs About the word honesties
ειλικρίνεια
adherence to the facts, a European biennial (Lunaria annua) that is often grown for its ornamental disk-shaped seedpods, any of a genus (Lunaria) of European an
ακεραιότητα,Αξιοπιστία,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,ακρίβεια,αυθεντικότητα,αξιοπιστία,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,Ακεραιότητα
απάτη,δολιότητα,εξαπάτηση,ατιμία,Διπλότητα,αναλήθεια,Ανανδρεία,ψέμα,ψέμα,Ψευτιά
honest brokers => έντιμοι μεσίτες, honest broker => έντιμος μεσάζοντας, hones in (on) => εστιάζει (σε), honed in (on) => εστιασμένο (σε), hone in (on) => εστιάζω,