FAQs About the word honed in (on)

εστιασμένο (σε)

to find and go directly toward (someone or something)

στοχευμένος,κεντρικός,Σκηνοθετημένο,εστιασμένος,εστιασμένος,εστιασμένος (σε),επιπέδωσε,εμμονικός (με),Τετραγωνισμένο,μηδενισμένο (σε)

No antonyms found.

hone in (on) => εστιάζω, honchos => Αφεντικά, hon => αγάπη, homos => χούμους, homogenizing => ομογενοποιητικό,