Greek Meaning of honed in (on)
εστιασμένο (σε)
Other Greek words related to εστιασμένο (σε)
Nearest Words of honed in (on)
Definitions and Meaning of honed in (on) in English
honed in (on)
to find and go directly toward (someone or something)
FAQs About the word honed in (on)
εστιασμένο (σε)
to find and go directly toward (someone or something)
στοχευμένος,κεντρικός,Σκηνοθετημένο,εστιασμένος,εστιασμένος,εστιασμένος (σε),επιπέδωσε,εμμονικός (με),Τετραγωνισμένο,μηδενισμένο (σε)
No antonyms found.
hone in (on) => εστιάζω, honchos => Αφεντικά, hon => αγάπη, homos => χούμους, homogenizing => ομογενοποιητικό,