Greek Meaning of obsessed (over)
εμμονικός (με)
Other Greek words related to εμμονικός (με)
Nearest Words of obsessed (over)
- obsessed (about or over) => εμμονή (περί ή πάνω από)
- obsess (about or over) => (Εμμονικός (με κάτι ή κάποιον
- observes => παρατηρεί
- observers => παρατηρητές
- observations => Παρατηρήσεις
- observances => παρατηρήσεις
- observability => Παρατηρησιμότητα
- obscurities => Ασαφείς
- obscures => επισκιάζει
- obscurantic => σκοταδιστικός
Definitions and Meaning of obsessed (over) in English
obsessed (over)
No definition found for this word.
FAQs About the word obsessed (over)
εμμονικός (με)
παρακολούθησε,έδωσε προσοχή,στοχευμένος,κεντρικός,συμπυκνωμένος,Σκηνοθετημένο,στερεωμένο,εστιασμένος,εστιασμένος,εστιασμένος (σε)
No antonyms found.
obsessed (about or over) => εμμονή (περί ή πάνω από), obsess (about or over) => (Εμμονικός (με κάτι ή κάποιον, observes => παρατηρεί, observers => παρατηρητές, observations => Παρατηρήσεις,