Greek Meaning of obsessing
εμμονή
Other Greek words related to εμμονή
- ελκυστικός
- συναρπαστικός
- ενδιαφέρον
- συναρπαστικό
- γοητευτικός
- γοητευτικός
- απασχολημένος
- συναρπαστικός
- γοητευτικός
- Αποσπώντας την προσοχή
- μαγευτικός
- imμέρσ
- καταλαμβάνων
- απορροφητικός
- δελεαστικός
- απορητικός
- προλαβαίνω
- Συμμετοχικός
- απορροφητικός
- συναρπαστικός
- περιτυλίγματος
- συναρπαστικός
- κερδοσκοπία
- υπνωτιστικό
- περιλαμβάνοντας
- υπνωτιστικός
- μονοπωλοποίηση
- Προβληματικός
Nearest Words of obsessing
- obsessed (over) => εμμονικός (με)
- obsessed (about or over) => εμμονή (περί ή πάνω από)
- obsess (about or over) => (Εμμονικός (με κάτι ή κάποιον
- observes => παρατηρεί
- observers => παρατηρητές
- observations => Παρατηρήσεις
- observances => παρατηρήσεις
- observability => Παρατηρησιμότητα
- obscurities => Ασαφείς
- obscures => επισκιάζει
Definitions and Meaning of obsessing in English
obsessing
to haunt or excessively preoccupy the mind of, to occupy the mind of completely or abnormally, to engage in obsessive thinking, to preoccupy intensely or abnormally
FAQs About the word obsessing
εμμονή
to haunt or excessively preoccupy the mind of, to occupy the mind of completely or abnormally, to engage in obsessive thinking, to preoccupy intensely or abnorm
ελκυστικός,συναρπαστικός,ενδιαφέρον,συναρπαστικό,γοητευτικός,γοητευτικός,απασχολημένος,συναρπαστικός,γοητευτικός,Αποσπώντας την προσοχή
βαρετό,κουραστικός,κουραστικό,χορτάτος,χλωμός
obsessed (over) => εμμονικός (με), obsessed (about or over) => εμμονή (περί ή πάνω από), obsess (about or over) => (Εμμονικός (με κάτι ή κάποιον, observes => παρατηρεί, observers => παρατηρητές,