FAQs About the word hogging

κερδοσκοπία

of Hog, Drooping at the ends; arching;-in distinction from sagging.

μονοπωλώ,καμπή,μονοπωλοποίηση,απορροφητικός,καταναλωτικός,Ελεγχόμενος,έχοντας,κατέχων,με κατοχή,ράψιμο

No antonyms found.

hogget => αρνάκι, hoggery => χοιροτροφείο, hogger-pump => Αντλία hogger, hoggerpipe => Χόγκιπ, hoggerel => αρνί,