FAQs About the word sewing up

ράψιμο

to make certain of, to mend completely by sewing, to get exclusive use or control of

καταναλωτικός,έχοντας,μονοπωλοποίηση,με κατοχή,Ελεγχόμενος,διαχείριση,κατέχων,απορροφητικός,μονοπωλώ,καμπή

No antonyms found.

sewers => αποχετεύσεις, sewerages => αποχέτευση, sewed up => ραμμένος, sew up => Ράβω, severs => κόβει,