Greek Meaning of consuming

καταναλωτικός

Other Greek words related to καταναλωτικός

Definitions and Meaning of consuming in English

Wordnet

consuming (s)

very strong; urgently felt

FAQs About the word consuming

καταναλωτικός

very strong; urgently felt

απορροφητικός,Συμμετοχικός,συναρπαστικός,ενδιαφέρον,συναρπαστικό,περιλαμβάνοντας,εκπληκτικός,συναρπαστικός,απορροφητικός,Διασκεδαστικό

βαρετό,μονότονο,ξηρός,βαρετό,βαρύς,μονότονος,κουραστικό,κουραστικός,κουραστικός,ανιαρό

consumer's surplus => Πλεόνασμα καταναλωτή, consumer's goods => καταναλωτικά αγαθά, consumerism => καταναλωτισμός, consumer research => Έρευνα αγοράς, consumer price index => δείκτης τιμών καταναλωτή,