Greek Meaning of consuming
καταναλωτικός
Other Greek words related to καταναλωτικός
- απορροφητικός
- Συμμετοχικός
- συναρπαστικός
- ενδιαφέρον
- συναρπαστικό
- περιλαμβάνοντας
- εκπληκτικός
- συναρπαστικός
- απορροφητικός
- Διασκεδαστικό
- συναρπαστικός
- συναρπαστικός
- συναρπαστικός
- imμέρσ
- εμπνευσμένος
- προκλητικός
- συναρπαστικό
- γοητευτικός
- αστείος
- εκπληκτικός
- Εκπληκτικός
- ελκυστικός
- γοητευτικός
- συναρπαστικός
- συναρπαστικός
- γοητευτικός
- περίεργος
- Ηλεκτρικός
- ηλεκτριστικό
- τονισμένος
- μαγευτικός
- γεγονός γεμάτο γεγονότα
- exhilarating
- γαλβανισμός
- υπνωτιστικό
- θαυμαστός
- υπνωτιστικός
- διεγερτικός
- επιδεικτικός
- μαγευτικός
- διεγερτικό
- Ανάδευση
- εντυπωσιακός
- εκπληκτικό
- δελεαστικός
- συναρπαστικός
- ασυνήθιστο
- υπέροχος
- θαυμαστός
Nearest Words of consuming
- consumer's surplus => Πλεόνασμα καταναλωτή
- consumer's goods => καταναλωτικά αγαθά
- consumerism => καταναλωτισμός
- consumer research => Έρευνα αγοράς
- consumer price index => δείκτης τιμών καταναλωτή
- consumer loan => Καταναλωτικό δάνειο
- consumer goods => Είδη ευρείας κατανάλωσης
- consumer finance company => Εταιρεία καταναλωτικής πίστης
- consumer durables => Είδη μακροχρόνιας χρήσης
- consumer credit => καταναλωτική πίστωση
- consummate => ολοκληρωμένος
- consummated => consummate [τέλειος]
- consummation => κατανάλωση
- consumption => Κατανάλωση
- consumption weed => Χόρτο κατανάλωσης
- consumptive => φθισικός
- contact => Επαφή
- contact action => Ενέργεια επαφής
- contact arm => Βραχίονας επαφής
- contact dermatitis => Επαφική δερματίτιδα
Definitions and Meaning of consuming in English
consuming (s)
very strong; urgently felt
FAQs About the word consuming
καταναλωτικός
very strong; urgently felt
απορροφητικός,Συμμετοχικός,συναρπαστικός,ενδιαφέρον,συναρπαστικό,περιλαμβάνοντας,εκπληκτικός,συναρπαστικός,απορροφητικός,Διασκεδαστικό
βαρετό,μονότονο,ξηρός,βαρετό,βαρύς,μονότονος,κουραστικό,κουραστικός,κουραστικός,ανιαρό
consumer's surplus => Πλεόνασμα καταναλωτή, consumer's goods => καταναλωτικά αγαθά, consumerism => καταναλωτισμός, consumer research => Έρευνα αγοράς, consumer price index => δείκτης τιμών καταναλωτή,