Greek Meaning of consummated
consummate [τέλειος]
Other Greek words related to consummate [τέλειος]
Nearest Words of consummated
- consummate => ολοκληρωμένος
- consuming => καταναλωτικός
- consumer's surplus => Πλεόνασμα καταναλωτή
- consumer's goods => καταναλωτικά αγαθά
- consumerism => καταναλωτισμός
- consumer research => Έρευνα αγοράς
- consumer price index => δείκτης τιμών καταναλωτή
- consumer loan => Καταναλωτικό δάνειο
- consumer goods => Είδη ευρείας κατανάλωσης
- consumer finance company => Εταιρεία καταναλωτικής πίστης
- consummation => κατανάλωση
- consumption => Κατανάλωση
- consumption weed => Χόρτο κατανάλωσης
- consumptive => φθισικός
- contact => Επαφή
- contact action => Ενέργεια επαφής
- contact arm => Βραχίονας επαφής
- contact dermatitis => Επαφική δερματίτιδα
- contact lens => Φακοί επαφής
- contact microphone => Μικρόφωνο επαφής
Definitions and Meaning of consummated in English
consummated (a)
brought to completion
FAQs About the word consummated
consummate [τέλειος]
brought to completion
ολοκληρωμένο,τελειωμένος,επιτευχθείς,επιτεύχθηκε,έκανε,εκτελεσμένο,Εκτελέστηκε,οριστικοποιημένος,εκπληρωμένη,πέρασε
εγκαταλελειμμένος,έρημος,διακοπή,έπεσε,παραιτούμαι,εγκατέλειψε,άφησε
consummate => ολοκληρωμένος, consuming => καταναλωτικός, consumer's surplus => Πλεόνασμα καταναλωτή, consumer's goods => καταναλωτικά αγαθά, consumerism => καταναλωτισμός,