Greek Meaning of perfected

τελειοποιημένος

Other Greek words related to τελειοποιημένος

Definitions and Meaning of perfected in English

Wordnet

perfected (s)

(of plans, ideas, etc.) perfectly formed

Webster

perfected (imp. & p. p.)

of Perfect

FAQs About the word perfected

τελειοποιημένος

(of plans, ideas, etc.) perfectly formedof Perfect

ηλικιωμένοι,βελτιωμένο,ενήλικας,Ώριμος,ώριμος,ώριμος,ώριμο,προηγμένος,πολιτισμένος,Σύγχρονο

οπισθοδρομικός,Ανώριμος,Χαμηλός,Χαμηλότερος,πρωτόγονος,Αγενής,ρουτινικός,Υπανάπτυκτο,ανεπτυγμένο,ξεπερασμένος

perfecta => Τέλεια, perfect tense => Συντελικος παρατατικος, perfect pitch => Απόλυτο αυτί, perfect participle => τέλειος μετοχή, perfect gas => Ιδανικό αέριο,