Greek Meaning of perfecter

τελειωτής

Other Greek words related to τελειωτής

Definitions and Meaning of perfecter in English

Wordnet

perfecter (n)

a skilled worker who perfects something

Webster

perfecter (n.)

One who, or that which, makes perfect.

FAQs About the word perfecter

τελειωτής

a skilled worker who perfects somethingOne who, or that which, makes perfect.

άριστος,άψογος,ιδανικός,απόλυτος,κλασικός,Εξαιρετικός.,άψογος,μεγάλος, καταπληκτικός,άμωμος,Άμεμπτος

εσφαλμένος,κακός,ελαττωματικός,ανεπαρκής,ελαττωματικός,ελαττωματικό,ατελής,ανεπαρκής,ατελής,Ανεπαρκής

perfected => τελειοποιημένος, perfecta => Τέλεια, perfect tense => Συντελικος παρατατικος, perfect pitch => Απόλυτο αυτί, perfect participle => τέλειος μετοχή,