Greek Meaning of ideal
ιδανικός
Other Greek words related to ιδανικός
- αφηρημένος
- εννοιολογικός, εννοιακός
- μεταφυσικός
- θεωρητικός
- θεωρητικός
- υποθετικός
- ιδεολογικός
- διανοούμενος
- ψυχικός
- εννοιολογικός
- εικαζόμενο
- πνευματικός
- εικαστικός
- Κοσμικό
- αιθέριος
- άυλος
- ανεπαίσθητος
- Ανέφικτο
- ασώματος
- ανούσιος
- άυλος
- αόρατος
- άυλος
- Ρομαντικός
- υπερβατικός
- υπερβατικός
- απίθανος
- ουτοπικός
- κοσμικός
Nearest Words of ideal
Definitions and Meaning of ideal in English
ideal (n)
the idea of something that is perfect; something that one hopes to attain
model of excellence or perfection of a kind; one having no equal
ideal (s)
conforming to an ultimate standard of perfection or excellence; embodying an ideal
constituting or existing only in the form of an idea or mental image or conception
ideal (a)
of or relating to the philosophical doctrine of the reality of ideas
ideal (a.)
Existing in idea or thought; conceptional; intellectual; mental; as, ideal knowledge.
Reaching an imaginary standard of excellence; fit for a model; faultless; as, ideal beauty.
Existing in fancy or imagination only; visionary; unreal.
Teaching the doctrine of idealism; as, the ideal theory or philosophy.
Imaginary.
ideal (n.)
A mental conception regarded as a standard of perfection; a model of excellence, beauty, etc.
FAQs About the word ideal
ιδανικός
the idea of something that is perfect; something that one hopes to attain, model of excellence or perfection of a kind; one having no equal, conforming to an ul
αφηρημένος,εννοιολογικός, εννοιακός,μεταφυσικός,θεωρητικός,θεωρητικός,υποθετικός,ιδεολογικός,διανοούμενος,ψυχικός,εννοιολογικός
αισθητός,σκυρόδεμα,υλικό,φυσικός,ε разумный,ουσιαστικός,απτός,ορατός,πραγματικός,ορισμένος
idea => ιδέα, ide => ιδέα, iddm => διαβήτης που εξαρτάται απο την ινσουλίνη, idalian => ιδαλικός, idaho falls => Φάλοι του Άινταχο,