Greek Meaning of nonmaterial

άυλος

Other Greek words related to άυλος

Definitions and Meaning of nonmaterial in English

Wordnet

nonmaterial (a)

not consisting of matter

FAQs About the word nonmaterial

άυλος

not consisting of matter

άυλος,ασώματος,μεταφυσικός,Αΰλος,ψυχικός,πνευματικός,υπερφυσικός,ασώματος,αιθέριος ,άμορφος

σωματικός,υλικό,φυσικός,ουσιαστικός,ζώο,σωματικός,Ανιχνεύσιμο,διακριτός,αισθητός,παρατηρήσιμος

non-market economy => Μη οικονομία της αγοράς, nonmanufacturing => μη παραγωγικός, nonmandatory => προαιρετικό, nonmalignant tumour => Καλοήθης όγκος, nonmalignant tumor => Καλοήθης όγκος,