Greek Meaning of speculative
εικαζόμενο
Other Greek words related to εικαζόμενο
- πραγματικός
- κλινικός
- πραγματικός
- Πρακτικός
- πραγματικός
- σκυρόδεμα
- επιβεβαιωμένο
- ορισμένος
- ορισμένος
- επιδεικνυόμενος
- διακριτός
- εμπειρικός
- παρατηρησιακός
- τεκμηριωμένος
- βεβαιωμένος
- ελεγμένο ως γνήσιο
- εμπειρικός
- καθιερωμένος
- μη κερδοσκοπικός
- αποδεδειγμένο
- ελέγχθηκε
- δοκιμασμένο από το χρόνο
- επικυρωμένος
- επαληθευμένο
Nearest Words of speculative
- speculation => Εικασίες
- speculate => εικάζω
- specular => καθρεφτικός
- spectrum line => Φασματική γραμμή
- spectrum analysis => φασματική ανάλυση
- spectrum => φάσμα
- spectroscopy => φασματοσκοπία
- spectroscopical => φασματοσκοπικός
- spectroscopic analysis => Φασματοσκοπική ανάλυση
- spectroscopic => φασματοσκοπικός
- speculativeness => εικασιών
- speculator => κερδοσκόπος
- speech => λόγος
- speech act => Λεκτική πράξη
- speech communication => προφορική επικοινωνία
- speech community => Λεκτική κοινότητα
- speech day => Ημέρα ομιλίας
- speech defect => Διαταραχή λόγου
- speech disorder => Διαταραχή ομιλίας
- speech intelligibility => Ευκρίνεια ομιλίας
Definitions and Meaning of speculative in English
speculative (s)
not financially safe or secure
not based on fact or investigation
showing curiosity
FAQs About the word speculative
εικαζόμενο
not financially safe or secure, not based on fact or investigation, showing curiosity
υποθετικός,θεωρητικός,θεωρητικός,ακαδημαϊκός,ακαδημαϊκός,εννοιολογικός, εννοιακός,εικαστικός,μεταφυσικός,προτεινόμενος,αφηρημένος
πραγματικός,κλινικός,πραγματικός,Πρακτικός,πραγματικός,σκυρόδεμα,επιβεβαιωμένο,ορισμένος,ορισμένος,επιδεικνυόμενος
speculation => Εικασίες, speculate => εικάζω, specular => καθρεφτικός, spectrum line => Φασματική γραμμή, spectrum analysis => φασματική ανάλυση,