Greek Meaning of observational

παρατηρησιακός

Other Greek words related to παρατηρησιακός

Definitions and Meaning of observational in English

Wordnet

observational (s)

relying on observation or experiment

Webster

observational (a.)

Of a pertaining to observation; consisting of, or containing, observations.

FAQs About the word observational

παρατηρησιακός

relying on observation or experimentOf a pertaining to observation; consisting of, or containing, observations.

εμπειρικός,εμπειρικός,πειραματικός,Στόχος,υπαρξιστικός,εμπειρικός,πραγματικός,αποδεκτό,πραγματικός,επιδεικτικός

υποθετικός,εικαζόμενο,θεωρητικός,θεωρητικός,εικαστικός,Μη εμπειρικό,Μη εμπειρικός,αποδεδειγμένος,αβάσιμος,μεταφυσικός

observation tower => Πύργος παρατήρησης, observation station => Σταθμός Παρατήρησης, observation post => παρατηρητήριο, observation dome => Θόλος παρατηρητηρίου, observation car => Βαγόνι παρατήρησης,