Greek Meaning of observational
παρατηρησιακός
Other Greek words related to παρατηρησιακός
Nearest Words of observational
- observation tower => Πύργος παρατήρησης
- observation station => Σταθμός Παρατήρησης
- observation post => παρατηρητήριο
- observation dome => Θόλος παρατηρητηρίου
- observation car => Βαγόνι παρατήρησης
- observation => παρατήρηση
- observantly => παρατηρητικά
- observantine => παρατηρητικό
- observant => παρατηρητικός
- observandum => Παρατηρητέο
- observative => παρατηρητικός
- observator => Παρατηρητής
- observatories => αστεροσκοπεία
- observatory => παρατηρητήριο
- observe => παρατηρώ
- observed => Παρατηρήθηκε
- observed fire => Παρατηρούμενη πυρκαγιά
- observer => παρατηρητής
- observer's meridian => Μεσημβρινός του παρατηρητή
- observership => παρατηρητής
Definitions and Meaning of observational in English
observational (s)
relying on observation or experiment
observational (a.)
Of a pertaining to observation; consisting of, or containing, observations.
FAQs About the word observational
παρατηρησιακός
relying on observation or experimentOf a pertaining to observation; consisting of, or containing, observations.
εμπειρικός,εμπειρικός,πειραματικός,Στόχος,υπαρξιστικός,εμπειρικός,πραγματικός,αποδεκτό,πραγματικός,επιδεικτικός
υποθετικός,εικαζόμενο,θεωρητικός,θεωρητικός,εικαστικός,Μη εμπειρικό,Μη εμπειρικός,αποδεδειγμένος,αβάσιμος,μεταφυσικός
observation tower => Πύργος παρατήρησης, observation station => Σταθμός Παρατήρησης, observation post => παρατηρητήριο, observation dome => Θόλος παρατηρητηρίου, observation car => Βαγόνι παρατήρησης,