Greek Meaning of existential

υπαρξιστικός

Other Greek words related to υπαρξιστικός

Definitions and Meaning of existential in English

Wordnet

existential (s)

derived from experience or the experience of existence

Wordnet

existential (a)

of or as conceived by existentialism

relating to or dealing with existence (especially with human existence)

Webster

existential (a.)

Having existence.

FAQs About the word existential

υπαρξιστικός

derived from experience or the experience of existence, of or as conceived by existentialism, relating to or dealing with existence (especially with human exist

εμπειρικός,εμπειρικός,πειραματικός,Στόχος,παρατηρησιακός,πραγματικός,εμπειρικός,πραγματικός,πραγματικός,αποδεκτό

υποθετικός,εικαζόμενο,θεωρητικός,θεωρητικός,εικαστικός,μεταφυσικός,Μη εμπειρικό,Μη εμπειρικός,αποδεδειγμένος,αβάσιμος

existent => υπάρχον, existency => ύπαρξη, existence => ύπαρξη, existed => υπήρχε, exist => υπάρχω,