Greek Meaning of existential
υπαρξιστικός
Other Greek words related to υπαρξιστικός
Nearest Words of existential
- existential operator => Yπαρξιακός τελεστής
- existential philosopher => Υπαρξιακός φιλόσοφος
- existential philosophy => υπαρξιακή φιλοσοφία
- existential quantifier => Υπαρξιακός ποσοδείκτης
- existentialism => Υπαρξισμός
- existentialist => υπαρξιστής
- existentialist philosopher => υπαρξιστής φιλόσοφος
- existentialist philosophy => Υπαρξιακή φιλοσοφία
- exister => υφίσταμαι
- existible => υπαρκτός
Definitions and Meaning of existential in English
existential (s)
derived from experience or the experience of existence
existential (a)
of or as conceived by existentialism
relating to or dealing with existence (especially with human existence)
existential (a.)
Having existence.
FAQs About the word existential
υπαρξιστικός
derived from experience or the experience of existence, of or as conceived by existentialism, relating to or dealing with existence (especially with human exist
εμπειρικός,εμπειρικός,πειραματικός,Στόχος,παρατηρησιακός,πραγματικός,εμπειρικός,πραγματικός,πραγματικός,αποδεκτό
υποθετικός,εικαζόμενο,θεωρητικός,θεωρητικός,εικαστικός,μεταφυσικός,Μη εμπειρικό,Μη εμπειρικός,αποδεδειγμένος,αβάσιμος
existent => υπάρχον, existency => ύπαρξη, existence => ύπαρξη, existed => υπήρχε, exist => υπάρχω,