Greek Meaning of accepted

αποδεκτό

Other Greek words related to αποδεκτό

Definitions and Meaning of accepted in English

Wordnet

accepted (s)

generally approved or compelling recognition

Webster

accepted (imp. & p. p.)

of Accept

FAQs About the word accepted

αποδεκτό

generally approved or compelling recognitionof Accept

πραγματικός,καθιερωμένος,γνήσιος,πραγματικός,δοκίμασε,εμπειρικός,εμπειρικός,πειραματικός,πραγματικός,σκληρός

υποθετικός,εικαζόμενο,θεωρητικός,θεωρητικός,εικαστικός,Μη εμπειρικό,Μη εμπειρικός,αποδεδειγμένος,αβάσιμος,μεταφυσικός

acceptation => αποδοχή, acceptant => δέκτης, acceptancy => αποδοχή, acceptance sampling => δειγματοληψία αποδοχής, acceptance => αποδοχή,