Greek Meaning of conjectural
εικαστικός
Other Greek words related to εικαστικός
- πραγματικός
- κλινικός
- πραγματικός
- Πρακτικός
- πραγματικός
- σκυρόδεμα
- επιβεβαιωμένο
- ορισμένος
- ορισμένος
- επιδεικνυόμενος
- διακριτός
- εμπειρικός
- παρατηρησιακός
- τεκμηριωμένος
- βεβαιωμένος
- ελεγμένο ως γνήσιο
- εμπειρικός
- καθιερωμένος
- μη κερδοσκοπικός
- αντιθεωρητικό
- αποδεδειγμένο
- ελέγχθηκε
- δοκιμασμένο από το χρόνο
- επικυρωμένος
- επαληθευμένο
Nearest Words of conjectural
Definitions and Meaning of conjectural in English
conjectural (s)
based primarily on surmise rather than adequate evidence
FAQs About the word conjectural
εικαστικός
based primarily on surmise rather than adequate evidence
υποθετικός,εικαζόμενο,θεωρητικός,θεωρητικός,ακαδημαϊκός,μεταφυσικός,προτεινόμενος,αφηρημένος,ακαδημαϊκός,υποτιθέμενος
πραγματικός,κλινικός,πραγματικός,Πρακτικός,πραγματικός,σκυρόδεμα,επιβεβαιωμένο,ορισμένος,ορισμένος,επιδεικνυόμενος
conium maculatum => κώνειον, conium => κώνειον, coniogramme japonica => Coniogramme japonicum, coniogramme => Κυνόγραμμα, conima => κόνυζα του Καναδά,