Greek Meaning of conjoin
ενώνω
Other Greek words related to ενώνω
- συνδυάζω
- συνεργάτης
- συνενώνομαι
- συζεύγω
- συνδέω
- Ζευγάρι
- ασφάλεια
- ενταχθούν
- παντρεύομαι
- ενοποίηση
- ενωθείτε
- συνδεθεί
- Σύμμαχος
- συναρμολογώ
- αλυσίδα
- δέσμη
- σύνθετο
- ομοσπονδιακός
- συγκεντρώνω
- αστερισμός
- συγκαλώ
- συγκεντρώνω
- γάντζος
- διαπερνώ
- πρωτάθλημα
- φίλος
- συναντώ
- Ανασυνδυάζω
- rejoin = επανεισέρχομαι
- επανένωση
- επανένωση
- Σύνδεση
- ζυγός
- επανασύνδεση
Nearest Words of conjoin
- conjoined => ενωμένες
- conjoined twin => Σιαμαία δίδυμα
- conjoint => κοινό
- conjointly => από κοινού
- conjugal => συζυγικός
- conjugal family => Πυρηνική οικογένεια
- conjugal right => Συζυγικό δικαίωμα
- conjugal visitation => συζυγική επίσκεψη
- conjugal visitation right => Δικαίωμα συζυγικής επίσκεψης
- conjugally => συζυγικά
Definitions and Meaning of conjoin in English
conjoin (v)
make contact or come together
take in marriage
FAQs About the word conjoin
ενώνω
make contact or come together, take in marriage
συνδυάζω,συνεργάτης,συνενώνομαι,συζεύγω,συνδέω,Ζευγάρι,ασφάλεια,ενταχθούν,παντρεύομαι,ενοποίηση
χωρισμός,διαχωρίζω,Διαχωρίζω,αποσυνδέω,διαίρεση,απομονώνω,μέρος,αποφασίζω,ενότητα,ξεχωριστό
conjecture => εικασία, conjecturally => εικαστικά, conjectural => εικαστικός, conium maculatum => κώνειον, conium => κώνειον,