Greek Meaning of reunify

επανένωση

Other Greek words related to επανένωση

Definitions and Meaning of reunify in English

Wordnet

reunify (v)

unify again, as of a country

FAQs About the word reunify

επανένωση

unify again, as of a country

Ανασυνδυάζω,rejoin = επανεισέρχομαι,επανένωση,ενοποίηση,επανασύνδεση,συναρμολογώ,συνενώνομαι,συνδυάζω,ενώνω,συζεύγω

διαχωρίζω,αποσύνδεση,αποσυνδέω,διαίρεση,Διαζύγιο,κλασματικός,απομονώνω,αποφασίζω,διαλύω,διαχωρίζω

reunification => επανένωση, reume => ρευματισμός, reule => τροχός, reuben lucius goldberg => Ρούμπεν Λούσιους Γκόλντμπεργκ, reuben => Ρέιμπεν,