Greek Meaning of fuse
ασφάλεια
Other Greek words related to ασφάλεια
- συνδυάζω
- συνδέω
- συνενώνομαι
- συζεύγω
- Ζευγάρι
- ενταχθούν
- παντρεύομαι
- ενοποίηση
- ενωθείτε
- συνδεθεί
- Σύμμαχος
- συναρμολογώ
- συνεργάτης
- αλυσίδα
- δέσμη
- σύνθετο
- ομοσπονδιακός
- συγκεντρώνω
- ενώνω
- αστερισμός
- συγκαλώ
- εμπόδιο
- γάντζος
- διαπερνώ
- πρωτάθλημα
- φίλος
- συναντώ
- Ανασυνδυάζω
- rejoin = επανεισέρχομαι
- επανένωση
- επανένωση
- Σύνδεση
- ζυγός
- επανασύνδεση
Nearest Words of fuse
Definitions and Meaning of fuse in English
fuse (n)
an electrical device that can interrupt the flow of electrical current when it is overloaded
any igniter that is used to initiate the burning of a propellant
fuse (v)
mix together different elements
become plastic or fluid or liquefied from heat
equip with a fuse; provide with a fuse
make liquid or plastic by heating
fuse (v. t.)
To liquefy by heat; to render fiuid; to dissolve; to melt.
To unite or blend, as if melted together.
fuse (v. i.)
To be reduced from a solid to a Quid state by heat; to be melted; to melt.
To be blended, as if melted together.
fuse (n.)
A tube or casing filled with combustible matter, by means of which a charge of powder is ignited, as in blasting; -- called also fuzee. See Fuze.
Alt. of Fuze
fuse ()
Alt. of Fuze, plug
FAQs About the word fuse
ασφάλεια
an electrical device that can interrupt the flow of electrical current when it is overloaded, any igniter that is used to initiate the burning of a propellant,
συνδυάζω,συνδέω,συνενώνομαι,συζεύγω,Ζευγάρι,ενταχθούν,παντρεύομαι,ενοποίηση,ενωθείτε,συνδεθεί
χωρισμός,διαχωρίζω,αποσύνδεση,διαίρεση,απομονώνω,μέρος,αποφασίζω,ενότητα,ξεχωριστό,Κόβω
fuscous => καστανός, fuscoboletinus serotinus => Fuscoboletinus serotinus, fuscoboletinus paluster => Φουσκοβολέτινος ο ελώδης, fuscoboletinus => φουσκομπολετίνους, fuscine => Φουξίνη,