Greek Meaning of fractionate
κλασματικός
Other Greek words related to κλασματικός
- διχάζομαι
- Διχοτομώ
- σχίζω
- αποσύνθεση
- Διασύνδεση
- διχοτομίζω
- αποσυναρμολογώ
- Αποσυνδέω
- αποσύνδεση
- αποσυντίθεμαι
- διαχωρίζω
- ασύνδετος
- ανατέμνω
- Διαχωρίζω
- αποσυνδέω
- διαλύω
- διχάζω
- διαίρεση
- Διαζύγιο
- θραύσμα
- μισό
- μέρος
- διαμέρισμα
- τέταρτο
- διακλαδίζω
- αποφασίζω
- τμήμα
- ξεχωριστό
- Κόβω
- διαχωρίζω
- Υποδιαιρείν
- αποσυνδέω
- κατακερματίζω
- βλάβη
- χωρισμός
- αποκόβω
- διαχωρίζω
- ξεμπερδεύω
- κάταγμα
- Μονώνω
- απομονώνω
- τραβώ
- σκίζω
- ρήγμα
- σκίζω
- ρήξη
- Διαχωρίζει
- διαχωρίζω
- δάκρυ
- τριχοτόμηση
- αποσυνδέω
- εκζεύγνυμι
- Σπάω
- Αποσυνδέω
- διασπάω
- πριτσίνια
- απομονώνω
- κατασχεῖν
- ξετυλίγω
- λύνω
- κατακερματίζω
Nearest Words of fractionate
- fractionary => κλασματικός
- fractionally => κλασματικά
- fractional process => Κλασματική διαδικασία
- fractional monetary unit => Κλασματική χρηματική μονάδα
- fractional distillation => Κλασματική απόσταξη
- fractional currency => κλασματικό νόμισμα
- fractional => κλάσμα
- fraction => κλάσμα
- fracted => κλασματικό
- fractal geometry => Γεωμετρία Φράκταλ
Definitions and Meaning of fractionate in English
fractionate (v)
separate into constituents or fractions containing concentrated constituents
obtain by a fractional process
fractionate (v. t.)
To separate into different portions or fractions, as in the distillation of liquids.
FAQs About the word fractionate
κλασματικός
separate into constituents or fractions containing concentrated constituents, obtain by a fractional processTo separate into different portions or fractions, as
διχάζομαι,Διχοτομώ,σχίζω,αποσύνθεση,Διασύνδεση,διχοτομίζω,αποσυναρμολογώ,Αποσυνδέω,αποσύνδεση,αποσυντίθεμαι
συναρμολογώ,συνεργάτης,μίγμα,συνδυάζω,συνδέω,ανακατεύω,μίγμα,συσσωρεύω,συνημμένο,δέσιμο
fractionary => κλασματικός, fractionally => κλασματικά, fractional process => Κλασματική διαδικασία, fractional monetary unit => Κλασματική χρηματική μονάδα, fractional distillation => Κλασματική απόσταξη,