Greek Meaning of dichotomize
διχοτομίζω
Other Greek words related to διχοτομίζω
- διχάζομαι
- Διχοτομώ
- σχίζω
- Αποσυνδέω
- αποσύνδεση
- διαχωρίζω
- ασύνδετος
- ανατέμνω
- Διαχωρίζω
- αποσυνδέω
- διχάζω
- διαίρεση
- κλασματικός
- μισό
- διαμέρισμα
- τέταρτο
- διακλαδίζω
- αποφασίζω
- τμήμα
- ξεχωριστό
- Κόβω
- διαχωρίζω
- Υποδιαιρείν
- τριχοτόμηση
- αποσυνδέω
- κατακερματίζω
- βλάβη
- χωρισμός
- αποκόβω
- αποσύνθεση
- Διασύνδεση
- αποσυναρμολογώ
- αποσυντίθεμαι
- διαλύω
- Διαζύγιο
- κάταγμα
- θραύσμα
- απομονώνω
- μέρος
- τραβώ
- σκίζω
- ρήγμα
- σκίζω
- ρήξη
- Διαχωρίζει
- διαχωρίζω
- δάκρυ
- αποσυνδέω
- εκζεύγνυμι
- Σπάω
- διαχωρίζω
- Αποσυνδέω
- ξεμπερδεύω
- διασπάω
- Μονώνω
- πριτσίνια
- απομονώνω
- κατασχεῖν
- ξετυλίγω
- λύνω
- κατακερματίζω
Nearest Words of dichotomize
- dichotomization => διχοτόμηση
- dichotomist => Δίχοτομος
- dichotomise => διχοτομικός
- dichotomisation => δικοτόμηση
- dichondra micrantha => Dichondra micrantha
- dichondra => δίχονδρα
- dichogamy => Δοχωγαμία
- dichogamous => Δισεξουαλικός/Δισέξουαλος
- dichloromethane => Διχλωρομεθάνιο
- dichloroethyl sulfide => Διχλωροαιθυλικό σουλφίδιο
Definitions and Meaning of dichotomize in English
dichotomize (v)
divide into two opposing groups or kinds
dichotomize (v. t.)
To cut into two parts; to part into two divisions; to divide into pairs; to bisect.
To exhibit as a half disk. See Dichotomy, 3.
dichotomize (v. i.)
To separate into two parts; to branch dichotomously; to become dichotomous.
FAQs About the word dichotomize
διχοτομίζω
divide into two opposing groups or kindsTo cut into two parts; to part into two divisions; to divide into pairs; to bisect., To exhibit as a half disk. See Dich
διχάζομαι,Διχοτομώ,σχίζω,Αποσυνδέω,αποσύνδεση,διαχωρίζω,ασύνδετος,ανατέμνω,Διαχωρίζω,αποσυνδέω
συναρμολογώ,συνεργάτης,μίγμα,συνδυάζω,συνδέω,μίγμα,συσσωρεύω,συνημμένο,δέσιμο,κοντά
dichotomization => διχοτόμηση, dichotomist => Δίχοτομος, dichotomise => διχοτομικός, dichotomisation => δικοτόμηση, dichondra micrantha => Dichondra micrantha,