Greek Meaning of ramify
διακλαδίζω
Other Greek words related to διακλαδίζω
- αποσύνδεση
- διαίρεση
- ξεχωριστό
- διαχωρίζω
- χωρισμός
- αποσύνθεση
- Διασύνδεση
- διαχωρίζω
- Αποσυνδέω
- αποσυντίθεμαι
- διαχωρίζω
- ασύνδετος
- ανατέμνω
- Διαχωρίζω
- αποσυνδέω
- διαλύω
- διχάζω
- Διαζύγιο
- απομονώνω
- μέρος
- τραβώ
- αποφασίζω
- Κόβω
- Υποδιαιρείν
- διαχωρίζω
- αποσυνδέω
- αποσυνδέω
- διχάζομαι
- Διχοτομώ
- Σπάω
- βλάβη
- σχίζω
- αποκόβω
- διχοτομίζω
- αποσυναρμολογώ
- Αποσυνδέω
- ξεμπερδεύω
- κλασματικός
- κάταγμα
- θραύσμα
- διασπάω
- μισό
- Μονώνω
- διαμέρισμα
- τέταρτο
- σκίζω
- ρήγμα
- σκίζω
- πριτσίνια
- ρήξη
- απομονώνω
- τμήμα
- Διαχωρίζει
- κατασχεῖν
- δάκρυ
- τριχοτόμηση
- ξετυλίγω
- λύνω
- εκζεύγνυμι
- κατακερματίζω
- κατακερματίζω
Nearest Words of ramify
Definitions and Meaning of ramify in English
ramify (v)
have or develop complicating consequences
grow and send out branches or branch-like structures
divide into two or more branches so as to form a fork
ramify (v. t.)
To divide into branches or subdivisions; as, to ramify an art, subject, scheme.
ramify (v. i.)
To shoot, or divide, into branches or subdivisions, as the stem of a plant.
To be divided or subdivided, as a main subject.
FAQs About the word ramify
διακλαδίζω
have or develop complicating consequences, grow and send out branches or branch-like structures, divide into two or more branches so as to form a forkTo divide
αποσύνδεση,διαίρεση,ξεχωριστό,διαχωρίζω,χωρισμός,αποσύνθεση,Διασύνδεση,διαχωρίζω,Αποσυνδέω,αποσυντίθεμαι
συνδυάζω,ενταχθούν,σύνδεσμος,μίγμα,ενοποίηση,ενωθείτε,συσσωρεύω,συναρμολογώ,συνεργάτης,συνημμένο
ramiform => κλαδικός, ramiflorous => διακλαδωτά άνθη, ramified => κλαδωτός, ramification => διακλάδωση, ramie => Κνίδη,