Greek Meaning of unlink

αποσυνδέω

Other Greek words related to αποσυνδέω

Definitions and Meaning of unlink in English

Webster

unlink (v. t.)

To separate or undo, as links; to uncoil; to unfasten.

FAQs About the word unlink

αποσυνδέω

To separate or undo, as links; to uncoil; to unfasten.

αποσύνδεση,διαίρεση,ξεχωριστό,Κόβω,διαχωρίζω,χωρισμός,αποσύνθεση,Διασύνδεση,διαχωρίζω,Αποσυνδέω

συνδυάζω,ενταχθούν,σύνδεσμος,ενοποίηση,ενωθείτε,συναρμολογώ,συνεργάτης,συνημμένο,δέσιμο,μίγμα

unlined => αφόδραστη, unline => εκτός σύνδεσης, unlimited => απεριόριστος, unlimitable => απεριόριστος, unlimber => ξεφλουδίζω,