Greek Meaning of sever
Κόβω
Other Greek words related to Κόβω
- αποσύνδεση
- διαίρεση
- αποφασίζω
- ξεχωριστό
- διαχωρίζω
- χωρισμός
- σχίζω
- αποσύνθεση
- Διασύνδεση
- διαχωρίζω
- Αποσυνδέω
- διαχωρίζω
- ασύνδετος
- ανατέμνω
- Διαχωρίζω
- αποσυνδέω
- διαλύω
- διχάζω
- Διαζύγιο
- απομονώνω
- μέρος
- τραβώ
- διακλαδίζω
- Υποδιαιρείν
- διαχωρίζω
- αποσυνδέω
- αποσυνδέω
- εκζεύγνυμι
- διχάζομαι
- Διχοτομώ
- Σπάω
- βλάβη
- αποκόβω
- διχοτομίζω
- αποσυναρμολογώ
- Αποσυνδέω
- ξεμπερδεύω
- αποσυντίθεμαι
- κλασματικός
- κάταγμα
- θραύσμα
- διασπάω
- μισό
- Μονώνω
- διαμέρισμα
- τέταρτο
- σκίζω
- ρήγμα
- σκίζω
- πριτσίνια
- ρήξη
- απομονώνω
- τμήμα
- Διαχωρίζει
- κατασχεῖν
- δάκρυ
- τριχοτόμηση
- ξετυλίγω
- λύνω
- κατακερματίζω
- κατακερματίζω
Nearest Words of sever
- seven-up => Seven-up
- seventy-two => εβδομήντα δύο
- seventy-three => εβδομήντα τρία
- seventy-six => εβδομήντα έξι
- seventy-seven => εβδομήντα εφτά
- seventy-one => εβδομήντα ένα
- seventy-nine => εβδομήντα εννέα
- seventy-four => εβδομήντα τέσσερα
- seventy-five => εβδομήντα πέντε
- seventy-fifth => εβδομηκοστός πέμπτος
Definitions and Meaning of sever in English
sever (v)
set or keep apart
cut off from a whole
sever (v. t.)
To separate, as one from another; to cut off from something; to divide; to part in any way, especially by violence, as by cutting, rending, etc.; as, to sever the head from the body.
To cut or break open or apart; to divide into parts; to cut through; to disjoin; as, to sever the arm or leg.
To keep distinct or apart; to except; to exempt.
To disunite; to disconnect; to terminate; as, to sever an estate in joint tenancy.
sever (v. i.)
To suffer disjunction; to be parted, or rent asunder; to be separated; to part; to separate.
To make a separation or distinction; to distinguish.
FAQs About the word sever
Κόβω
set or keep apart, cut off from a wholeTo separate, as one from another; to cut off from something; to divide; to part in any way, especially by violence, as by
αποσύνδεση,διαίρεση,αποφασίζω,ξεχωριστό,διαχωρίζω,χωρισμός,σχίζω,αποσύνθεση,Διασύνδεση,διαχωρίζω
συνεργάτης,συνδυάζω,συνδέω,Ζευγάρι,ενταχθούν,σύνδεσμος,μίγμα,ενοποίηση,ενωθείτε,συναρμολογώ
seven-up => Seven-up, seventy-two => εβδομήντα δύο, seventy-three => εβδομήντα τρία, seventy-six => εβδομήντα έξι, seventy-seven => εβδομήντα εφτά,