Greek Meaning of combine
συνδυάζω
Other Greek words related to συνδυάζω
- συνδέω
- ασφάλεια
- ενταχθούν
- ενοποίηση
- ενωθείτε
- συνεργάτης
- συνενώνομαι
- ενώνω
- συζεύγω
- Ζευγάρι
- παντρεύομαι
- επανένωση
- συνδεθεί
- Σύμμαχος
- συναρμολογώ
- αλυσίδα
- δέσμη
- σύνθετο
- ομοσπονδιακός
- συγκεντρώνω
- αστερισμός
- συγκαλώ
- συγκεντρώνω
- γάντζος
- διαπερνώ
- πρωτάθλημα
- φίλος
- συναντώ
- Ανασυνδυάζω
- rejoin = επανεισέρχομαι
- επανένωση
- Σύνδεση
- ζυγός
- επανασύνδεση
Nearest Words of combine
- combinatory => συνδυαστικός
- combinatorial => συνδυαστικός
- combinative => Συνδυαστικός
- combinational => συνδυαστικός
- combination salad => Συνδυαστική σαλάτα
- combination plane => Συνδυασμένος τρούγας
- combination lock => κλειδαριά με κωδικό
- combination in restraint of trade => συνδυασμός συγκράτησης του εμπορίου
- combination => συνδυασμός
- combinable => συνδυάσιμος
- combined => συνδυασμένος
- combined dna index system => Συνδυασμένο σύστημα καταλόγου DNA
- combined operation => Συνδυασμένη επιχείρηση
- combing => χτένισμα
- combining => συνδυάζοντας
- combining form => συνδυαστική μορφή
- combining weight => Μοριακό βάρος
- comb-like => Χτενοειδής
- combo => κόμπο
- comb-out => χτένισμα
Definitions and Meaning of combine in English
combine (n)
harvester that heads and threshes and cleans grain while moving across the field
a consortium of independent organizations formed to limit competition by controlling the production and distribution of a product or service
an occurrence that results in things being united
combine (v)
have or possess in combination
put or add together
combine so as to form a whole; mix
add together from different sources
join for a common purpose or in a common action
gather in a mass, sum, or whole
mix together different elements
FAQs About the word combine
συνδυάζω
harvester that heads and threshes and cleans grain while moving across the field, a consortium of independent organizations formed to limit competition by contr
συνδέω,ασφάλεια,ενταχθούν,ενοποίηση,ενωθείτε,συνεργάτης,συνενώνομαι,ενώνω,συζεύγω,Ζευγάρι
χωρισμός,διαίρεση,απομονώνω,μέρος,αποφασίζω,ενότητα,ξεχωριστό,Κόβω,διαχωρίζω,διαχωρίζω
combinatory => συνδυαστικός, combinatorial => συνδυαστικός, combinative => Συνδυαστικός, combinational => συνδυαστικός, combination salad => Συνδυαστική σαλάτα,