FAQs About the word combinable

συνδυάσιμος

able to or tending to combine

αδιαίρετο,προσχωρήσιμος,αχώριστος

διαιρετός,διαχωρίσιμος,αποσπώμενος,Διασπώμενος

comb-footed spider => Αράχνες με χτενάκια ποδιού, comber => χτένα, combed => χτενισμένο, combat-ready => Έτοιμος για μάχη, combativeness => μαχητικότητα,