Greek Meaning of combativeness
μαχητικότητα
Other Greek words related to μαχητικότητα
- επιθετικότητα
- επιθετικότητα
- Εχθρότητα
- ανταγωνισμός
- πολεμοχαρής
- πολεμικότητα
- πολεμικότητα
- πολεμικότητα
- πρόκληση
- μάχη
- ευερεθιστότητα
- μαχητικότητα
- Μαχητικότητα
- μαχητικότητα
- φιλονικία
- Ἀϕιλοκέρδεια
- αγριότητα
- επιθετικότητα
- φιλονικία
- Ζωντάνια
- Οξύτητα
- χοληδόχος
- Καπριτσιόζος
- ευερεθιστότητα
- κακοκεφιά
- δυσάρεστος
- αγριότητα
- Αχρειότητα
- νευρικότητα
- γκρίνια
- οργή
- Αυτοκρατορία
- ευερεθιστότητα
- ευερεθιστότητα
- σωβινισμός
- στρατιωτισμός
- γκρίνια
- ευερεθιστότητα
- κακοχουμία
- γκρίνια
- γκρίνια
- αγένεια
- κακοκεφιά
- ευερεθιστότητα
- Εχθρότητα
- να έχεις μνησικακία
- Κακοχυμία
- Υπερ-επιθετικότητα
- μαχητικότητα
Nearest Words of combativeness
- combatively => μαχητικά
- combative => μαχητικός
- combatant => μαχητής
- combat zone => Ζώνη μάχης
- combat ship => Πολεμικό πλοίο
- combat pilot => Μαχητής πιλότος
- combat pay => Παρατεταμένη επίδομα
- combat neurosis => Νευρωση της μαχης
- combat mission => Αποστολή μάχης
- combat intelligence => Πληροφορίες μάχης
- combat-ready => Έτοιμος για μάχη
- combed => χτενισμένο
- comber => χτένα
- comb-footed spider => Αράχνες με χτενάκια ποδιού
- combinable => συνδυάσιμος
- combination => συνδυασμός
- combination in restraint of trade => συνδυασμός συγκράτησης του εμπορίου
- combination lock => κλειδαριά με κωδικό
- combination plane => Συνδυασμένος τρούγας
- combination salad => Συνδυαστική σαλάτα
Definitions and Meaning of combativeness in English
combativeness (n)
a militant aggressiveness
FAQs About the word combativeness
μαχητικότητα
a militant aggressiveness
επιθετικότητα,επιθετικότητα,Εχθρότητα,ανταγωνισμός,πολεμοχαρής,πολεμικότητα,πολεμικότητα,πολεμικότητα,πρόκληση,μάχη
φιλικότητα,φιλικότητα,ευσπλαγχνία,εγκάρδιος,φιλικότητα,ιδιοφυΐα,ευγένεια,Μη επιθετικότητα,ειρηνισμός,κοινωνικότητα
combatively => μαχητικά, combative => μαχητικός, combatant => μαχητής, combat zone => Ζώνη μάχης, combat ship => Πολεμικό πλοίο,