Greek Meaning of testiness

ευερεθιστότητα

Other Greek words related to ευερεθιστότητα

Definitions and Meaning of testiness in English

Wordnet

testiness (n)

feeling easily irritated

Webster

testiness (n.)

The quality or state of being testy; fretfulness; petulance.

FAQs About the word testiness

ευερεθιστότητα

feeling easily irritatedThe quality or state of being testy; fretfulness; petulance.

επιθετικότητα,ευερεθιστότητα,ευερεθιστότητα,επιθετικότητα,οργή,χοληδόχος,χολή,μαχητικότητα,ευερεθιστότητα,κακοκεφιά

φιλικότητα,ευγένεια,εγκάρδιος,ανεκτικότητα,φιλικότητα,ιδιοφυΐα,μακρόθυμος,υπομονή,κοινωνικότητα,ανεκτικότητα

testimony => Μαρτυρία, testimonies => μαρτυρίες, testimonial immunity => Μαρτυρική ασυλία, testimonial => Μαρτυρία, testily => θυμωμένα,