Greek Meaning of good-humoredness

καλοσύνη

Other Greek words related to καλοσύνη

Definitions and Meaning of good-humoredness in English

Wordnet

good-humoredness (n)

a cheerful willingness to be obliging

FAQs About the word good-humoredness

καλοσύνη

a cheerful willingness to be obliging

φωτεινότητα,άνωση,Απροσεξία,Χαρά,Χαρά,Ξενοιασιά,Τπαιζιδιάρικη,απολαμβάνοντας,εορτάζοντας,γλέντι

Χολή,Μπλουζ,απογοήτευση,κατάθλιψη,δυσαρέσκεια,σοβαρότητα,Απομόνωση,μελαγχολία,βαρύτητα,μελαγχολία

good-humoredly => με καλή διάθεση, good-humored => καλοδιάθετος, good-hearted => Καλοκάγαθος, goodgeon => καλημέρα, good-for-nothing => αχρείος,