Greek Meaning of goodish

αρκετά καλός

Other Greek words related to αρκετά καλός

Definitions and Meaning of goodish in English

Wordnet

goodish (s)

moderately good of its kind

large in amount or extent or degree

Webster

goodish (a.)

Rather good than the contrary; not actually bad; tolerable.

FAQs About the word goodish

αρκετά καλός

moderately good of its kind, large in amount or extent or degreeRather good than the contrary; not actually bad; tolerable.

λογικός,λογικός,λογικός,αιτιολογημένος,ε разумный,στερεός,έγκυρος,πραγματικός,κοινός νους,λογικός

αβάσιμος,παράλογος,άκυρος,παράλογος,ανοησία,Αβάσιμος,απληροφόρητος,Αδικαιολόγητο,παράλογος,προβληματικός

goodies => λιχουδιές, good-humouredness => ευθυμία, good-humoured => καλόκαρδος, good-humoredness => καλοσύνη, good-humoredly => με καλή διάθεση,