Greek Meaning of goodish
αρκετά καλός
Other Greek words related to αρκετά καλός
- λογικός
- λογικός
- λογικός
- αιτιολογημένος
- ε разумный
- στερεός
- έγκυρος
- πραγματικός
- κοινός νους
- λογικός
- λογικός
- πειστικός
- Αξιόπιστος
- στερεός
- σκληρός
- ενημερωμένος
- μόνο
- δικαιολογημένη
- πιθανός
- πραγματικός
- νηφάλιος
- βάσιμος
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- βέβαιος
- πιστοποιημένο
- πειστικός
- επιβεβαιωμένο
- ψύχραιμος
- σίγουρα
- επικυρωμένος
- επαληθευμένο
- τεκμηριωμένος
Nearest Words of goodish
Definitions and Meaning of goodish in English
goodish (s)
moderately good of its kind
large in amount or extent or degree
goodish (a.)
Rather good than the contrary; not actually bad; tolerable.
FAQs About the word goodish
αρκετά καλός
moderately good of its kind, large in amount or extent or degreeRather good than the contrary; not actually bad; tolerable.
λογικός,λογικός,λογικός,αιτιολογημένος,ε разумный,στερεός,έγκυρος,πραγματικός,κοινός νους,λογικός
αβάσιμος,παράλογος,άκυρος,παράλογος,ανοησία,Αβάσιμος,απληροφόρητος,Αδικαιολόγητο,παράλογος,προβληματικός
goodies => λιχουδιές, good-humouredness => ευθυμία, good-humoured => καλόκαρδος, good-humoredness => καλοσύνη, good-humoredly => με καλή διάθεση,