Greek Meaning of unreasoned
αβάσιμος
Other Greek words related to αβάσιμος
- πλανερός
- ανοησία
- παράλογος
- ασυνεπής
- παράλογος
- παραπλανητικός
- Παραπλανητικό
- εκλεπτυσμένος
- σοφιστικός
- φαινομενικός
- απρόσεκτος
- παράλογος
- παράλογος
- παράλογο
- γαϊδουρινό
- ακατάστατος
- εριστικός
- εριστικό
- μισοβρασμένο
- νόθος
- Ασυνέπεια
- Ασημαντος
- ανεξήγητος
- άκυρος
- άνευ σημασίας
- μη ορθολογικός
- ανοησία
- γελοίο
- τυχαίος
- άλογος
- ανόητος
- περίεργο
- σουρεαλιστικός
- προβληματικός
- ασυνήθιστο
- Αδύναμος
- ανοργάνωτος
- τρελός
- καφκικός
- τρελός
- τρελός
- μονός
- περίεργος
- περιπλάνηση
- ανεύθυνος
- μη πειστικός
- ανεξήγητος
- τρελός
- περίεργος
- περίεργος
- δικαιολογημένη
- λογικός
- λογικός
- λογικός
- αιτιολογημένος
- λογικός
- ε разумный
- ήχος
- έγκυρος
- βάσιμος
- σοφός
- βέβαιος
- σαφής
- πειστικός
- κοινός νους
- πειστικός
- πειστικός
- Αξιόπιστος
- διαφωτισμένος
- ενημερωμένος
- μόνο
- οργανωμένος
- πειστικός
- πιθανός
- ικανοποιητικό
- νηφάλιος
- στερεός
- καλά εμπεδωμένος
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- επιβεβαιωμένο
- επιδεικνυόμενος
- καθιερωμένος
- παραγγελθέντα
- σίγουρα
Nearest Words of unreasoned
Definitions and Meaning of unreasoned in English
unreasoned (a.)
Not supported by reason; unreasonable.
FAQs About the word unreasoned
αβάσιμος
Not supported by reason; unreasonable.
πλανερός,ανοησία,παράλογος,ασυνεπής,παράλογος,παραπλανητικός,Παραπλανητικό,εκλεπτυσμένος,σοφιστικός,φαινομενικός
δικαιολογημένη,λογικός,λογικός,λογικός,αιτιολογημένος,λογικός,ε разумный,ήχος,έγκυρος,βάσιμος
unreasonably => παράλογα, unreasonable => παράλογος, unreason => παράλογο, unreally => εξωπραγματικά, unrealized => αχρησιμοποίητο,