Greek Meaning of well-grounded

καλά εμπεδωμένος

Other Greek words related to καλά εμπεδωμένος

Definitions and Meaning of well-grounded in English

Wordnet

well-grounded (s)

logically valid

FAQs About the word well-grounded

καλά εμπεδωμένος

logically valid

Αναλυτικός,συνεκτικός,καλός,λογικός,λογικός,λογικός,ε разумный,έγκυρος,αναλυτικός,Αποτέλεσμα

καζουιστικός,πλανερός,νόθος,παράλογος,ασυνεπής,Ασημαντος,άκυρος,παράλογος,Παραπλανητικό,εκλεπτυσμένος

well-grooved => καλολαξευμένο, well-groomed => Περιποιημένος, well-founded => βάσιμος, well-found => καλά εφοδιασμένος, well-formed => καλοσχηματισμένο,