Greek Meaning of amenability

ευκολία

Other Greek words related to ευκολία

Definitions and Meaning of amenability in English

Wordnet

amenability (n)

the trait of being cooperative

Webster

amenability (n.)

The quality of being amenable; amenableness.

FAQs About the word amenability

ευκολία

the trait of being cooperativeThe quality of being amenable; amenableness.

φιλικότητα,εφησυχασμός,φιλικότητα,Απόλαυση (apólafsi),υποτακτικότητα,αποδοχή,φιλικότητα,φιλικότητα,συμμόρφωση,Φιλικότητα

δυσάρεστος,ανυπακοή,δυσκολία,απειθαρχία,μελαγχολία,κακοκεφιά,αγνωμοσύνη

amen corner => Γωνιά Αμήν, amen cadence => Αμήν Κάδενς, amen => αμήν, amelogenesis => Αμελογένεση, ameloblast => Αμελοβλάστης,