Greek Meaning of sullenness

μελαγχολία

Other Greek words related to μελαγχολία

Definitions and Meaning of sullenness in English

Wordnet

sullenness (n)

a gloomy ill-tempered feeling

a sullen moody resentful disposition

FAQs About the word sullenness

μελαγχολία

a gloomy ill-tempered feeling, a sullen moody resentful disposition

χωματερές,ευερεθιστότητα,κατσούφιασμα,κάνει μούτρα,Μπλουζ,κακοκεφιά,νευρικότητα,γκρινιάρης,ευερεθιστότητα,Κατοικίδιο

ευθυμία,φιλικότητα,χαρά,χαρά,Ξενοιασιά,ευθυμία,φιλικότητα,ευγένεια,Ανέσεις,φιλικότητα

sullenly => σκυθρωπά, sullen => κατσούφης, sulla => για, sulky => σουμπρός, sulkiness => κατσούφιασμα,