Greek Meaning of grouch
γκρινιάρης
Other Greek words related to γκρινιάρης
- αρκούδα
- γκρινιάρης
- Κάβουρας
- μπιέλα
- γκρινιάρης
- μουρτζούφλης
- Τρίγλια
- τσιμπίδα
- γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- κούκλοι
- κλοτσιά
- γκρινιάρης
- Σκυθρωπός
- γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- Σκυθρωπός
- ηττοπαθής
- κριτικός
- γκρινιάρης
- Γκριντς
- Υποχόνδριος
- χαρμπαλάς
- δυσαρεστημένος
- γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- κρíσιμος
- Χαλασοκόσμος
- απαισιόδοξος
- κουβέντιασμα
- ευερέθιστος
- χαλάστρα
Nearest Words of grouch
Definitions and Meaning of grouch in English
grouch (n)
a bad-tempered person
grouch (v)
show one's unhappiness or critical attitude
FAQs About the word grouch
γκρινιάρης
a bad-tempered person, show one's unhappiness or critical attitude
αρκούδα,γκρινιάρης,Κάβουρας,μπιέλα,γκρινιάρης,μουρτζούφλης,Τρίγλια,τσιμπίδα,γκρινιάρης,γκρινιάρης
αισιόδοξος,Πόλυ Άννα,Χαρούμενος κατασκηνωτής
grotty => βρόμικος, grotto-work => Σπήλαιο-έργο, grottoes => σπηλιές, grotto => σπήλαιο, grotius => Γκρότιους,